- οροθετούμαι
- οροθετούμαι, οροθετήθηκα, οροθετημένος βλ. πίν. 74——————Σημειώσεις:οροθετώ, οροθετούμαι : συνήθως χρησιμοποιείται με στενότερη έννοια από του οριοθετώ.Σημαίνει κυρίως → καθορίζω σύνορα.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
οροθετώ — οροθετώ, οροθέτησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: οροθετώ, οροθετούμαι : συνήθως χρησιμοποιείται με στενότερη έννοια από του οριοθετώ. Σημαίνει κυρίως → καθορίζω σύνορα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής